dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζωή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαβιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ζήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατοικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)