dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angleichung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begradigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleichschaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anpassung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausrichtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fluchten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυγράμμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Richten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)