dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ευελιξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flexibilität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευελιξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beweglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευελιξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschmeidigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευελιξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mobilität
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)