dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ετοιμοπαράδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezugsfertig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ετοιμοπαράδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lieferbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ετοιμοπαράδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Übergabe bereitstehend
Ⓦ
Ⓖ
…