dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstreben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…