dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εκπόνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausarbeitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δούλεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausarbeitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausarbeitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επεξεργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausarbeitung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)