dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξορκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
austreiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξορκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschwören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξορκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξορκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bannen
Ⓦ
Ⓖ
…