dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποζημίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισοφάριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
αντιρρόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξισορρόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντιστάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ισοζύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξίσωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισοσκέλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)