dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erkaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auskaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erlösen
Ⓦ
Ⓖ
…