dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντιβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιμιλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιφάσκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαφωνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εναντιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)