dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εμπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einflößen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ενσταλάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einflößen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ενσπείρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einflößen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμφυσώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einflößen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμφυτεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einflößen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)