dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκφυλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entartet sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκφυλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
degenerieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκφυλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entarten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκφυλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachlassen
Ⓦ
Ⓖ
…