dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκκίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Start
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)