dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstricken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)