dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δουλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterwürfig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δουλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sklavisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δουλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
knechtisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δουλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dienstbar
Ⓦ
Ⓖ
…