dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συνδεδεμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συνεργαζόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπόχρεος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υποχρεωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
συνακόλουθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
damit verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ήκιστα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit Anstrengungen verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ήκιστα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nur mit Anstrengungen verbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνασπίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verbünden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμαχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verbünden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμπαρατάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verbünden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύνδετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverbunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκοινωνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbunden sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbundenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύνδεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbundenheit
Ⓦ
Ⓖ
…