dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nackt
Ⓦ
Ⓖ
…
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bloß
Ⓦ
Ⓖ
…
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blank
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
füdliblutt
ελβ.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nackte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbekleidet
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)