dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kaiser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alleinherrscher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Imperator
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Autokrat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Despot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gewaltherrscher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτοκράτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tyrann
Ⓦ
Ⓖ
…