dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
παραθεριστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tourist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παραθεριστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Urlauber
Ⓦ
Ⓖ
…