dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βοσκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weideland
Ⓦ
Ⓖ
…
βοσκότοπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weideland
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
βοσκοτόπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weideland
Ⓦ
Ⓖ
…