dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
βδομαδιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wochen-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βδομαδιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wöchentlich
Ⓦ
Ⓖ
…