dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μποτιλιάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flaschenhals
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μποτιλιάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abfüllung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μποτιλιάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μποτιλιάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verstopfung
Ⓦ
Ⓖ
…