dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αυταπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbsttäuschung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυταπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Illusion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυταπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstbetrug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυταπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wahnvorstellung
Ⓦ
Ⓖ
…