dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κυνηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Jäger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κυνηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Goldmakrele
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κυνηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Jägersmann
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)