dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ασβέστωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Tünchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασβεστώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tünchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασπρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tünchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άσπρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Tünchen
Ⓦ
Ⓖ
…