dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σωσίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Doppelgänger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σωσίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Doppel
Ⓦ
Ⓖ
…
σωσίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Double
Ⓦ
Ⓖ
…