dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αρκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genügen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausreichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich begnügen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)