dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αργοσβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langsam erlöschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αργοσβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langsam dahinsterben
Ⓦ
Ⓖ
…