dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανοιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανοιγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
ανοιχτά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ειλικρινής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αναφανδόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεπούλωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απροκάλυπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απροφάσιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασυγκάλυπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διάπλατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
έντιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ευθέως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)