dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προίκα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mitgift
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
προικίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mitgift geben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άπροικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohne Mitgift
Ⓦ
Ⓖ
…