dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανυποταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wehrdienstverweigerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανυποταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerlaubtes Entfernen von der Truppe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανυποταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Widersetzlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανυποταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gehorsamsverweigerung
Ⓦ
Ⓖ
…