dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εύπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gutgläubig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγαθόπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gutgläubig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καλόπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gutgläubig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αγαθόπιστα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gutgläubig
Ⓦ
Ⓖ
…