dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ηγούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αβάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abt
Ⓦ
Ⓖ
…
αββάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)