dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sturz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Absturz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kasus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einsturz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πτώση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rückgang
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)