dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πρόσκαιρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
temporär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρόσκαιρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorläufig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρόσκαιρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…