dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αγλαΐζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
στολίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακοσμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοστιμεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποικίλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στόλισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοσμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)