dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zumutbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erträglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leidlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passabel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
willkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)