dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mischen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermischen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anrühren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rühren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinanderbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hineingeraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einmischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umrühren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermengen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerzausen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)