dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
αλυσοειδής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ketten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλυσοειδής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kettenartig
Ⓦ
Ⓖ
…