dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λινό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leinen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίρρημα
λιανικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Kleinen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
λιανικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Kleinen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
λιανικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im kleinen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πάνινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leinen-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λινάτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leinensack
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λινάτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sackleinen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μουσαμάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wachsleinen
Ⓦ
Ⓖ
…