dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ερημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wüsten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ερημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ερημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ερημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlassen.
Ⓦ
Ⓖ
…