dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
graben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χαντάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Graben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σκάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
graben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Graben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Graben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τάφρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Graben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)