dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μερίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μερίδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ανάλογο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μερδικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μερτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ποσοστό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμμετοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)