dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
αργά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
αργά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spät
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
αργά ή γρήγορα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
früher oder später
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάργα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganz fest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αργάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άργασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάργα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
proppenvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
πολύ αργά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sehr spät
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάργα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfüllt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
πάρα πολύ αργά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
viel zu spät
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αργαλειός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Webstuhl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αλάργα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weit weg
Ⓦ
Ⓖ
…