dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
στριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
griesgrämig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
miesepetrig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mürrisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gedreht
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschroben
Ⓦ
Ⓖ
…