dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξύπνιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
munter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξύπνιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξύπνιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wach
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)