dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lüften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an die Luft stellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslüften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belüften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslüfte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)