dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκτυφλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στραβώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τυφλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
εκθαμβωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blendend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έκπαγλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blendend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εκτυφλωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blendend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εκτυφλωτικό φως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
blendend helles Licht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einblenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκθαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verblenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τυφλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verblenden
Ⓦ
Ⓖ
…