dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
απομεινάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rest
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
απομεινάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überrest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απομεινάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Relikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απομεινάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Speiserest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απομεινάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stummel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απομεινάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überbleibsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)