dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
packen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnappen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rauben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kapieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich unter den Nagel reißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entführen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erhaschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitgehen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich holen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)